παναίσχης

παναίσχης
παναίσχης, -ες (Α)
πάρα πολύ άσχημος, εντελώς δύσμορφος, ασχημότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -αισχής (< αἶσχος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παναισχής — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναισχέα — παναισχής neut nom/voc/acc pl (epic ionic) παναισχής masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναισχές — παναισχής masc/fem voc sg παναισχής neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάναισχρος — πάναισχρος, ον (Α) 1. πάρα πολύ άσχημος, εντελώς δύσμορφος, πανάσχημος, παναίσχης* 2. αισχρότατος, τελείως αναίσχυντος. επίρρ... παναίσχρως (ΑΜ) αισχρότατα, αναίσχυντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αἰσχρός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”